ανάζωστος

ανάζωστος
(I)
-η, -ο [αναζώνω]
αυτός που έχει ζωστεί ψηλά.
————————
(II)
-η, -ο
αυτός που δεν έχει ζωστεί, άζωστος, ξέζωστος επίρρ. ανάζωστα
χωρίς ζώνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα-* στερ. + ζωστός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ανάζωστος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που είναι ζωσμένος ψηλά. 2. ο χωρίς ζώνη: Είχε πάει στο χωράφι ανάζωστος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αναζώννυμι — ἀναζώννυμι, ννύω (ΑΜ) (και Ν αναζώνω) νεοελλ. 1. φορώ κάτι σαν ζώνη ή τό φορώ κρεμώντας το απ’ τη ζώνη 2. (για κτήρια) περιβάλλω με ζώνη μέσ. 3. φορώ κάτι σαν ζώνη ή τό φορώ κρεμώντας το απ’ τη ζώνη 4. διορθώνω τη ζώνη «αναζώσου λιγάκι» (μσν. αρχ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”